Την άποψη ότι, είναι αντισυνταγματική η διάταξη του πολυνομοσχεδίου, που αναφέρεται στο «πέναλτι» φόρου ύψους 10%, που θα πρέπει να καταβάλουν οι φορολογούμενοι, όταν οι προσκομιζόμενες αποδείξεις δαπανών υπολείπονται σε αξία του 25% του ατομικού εισοδήματός τους, εξέφρασε η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, σε έκθεσή της. Παράλληλα, σημείωσε τον προβληματισμό της για τη μείωση του αφορολόγητου στις 5.000 ευρώ, όταν το όριο κινδύνου φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 6.897 ευρώ.
Η έκθεση αναφέρει ότι «ως προς το ζήτημα της επιβολής πρόσθετου φόρου με συντελεστή 10% επί του ποσού, που οι προσκομιζόμενες αποδείξεις δαπανών του φορολογουμένου υπολείπονται σε αξία του ενός τετάρτου (ποσοστό 25%) του ατομικού εισοδήματός του (και μέχρι του ποσού των 15.000 ευρώ), παρατηρείται ότι, σύμφωνα προς το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, αντικείμενο του φόρου μπορεί να είναι το εισόδημα, η περιουσία ή οι δαπάνες και οι συναλλαγές του φορολογουμένου. Εν προκειμένω, ο επιβαλλόμενος φόρος ενδεχομένως δεν βρίσκεται σε αρμονία με την ανωτέρω διάταξη, δεδομένου ότι δεν φαίνεται να επιβάλλεται επί του εισοδήματος, της δαπάνης ή της περιουσίας, αλλά επί της μη διενέργειας δαπάνης, η οποία δεν μπορεί, κατά τα ανωτέρω, να αποτελεί αντικείμενο φόρου».
Για το αφορολόγητο όριο και το όριο κινδύνου φτώχειας, η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής επισημαίνει τα εξής: «Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (Δεκέμβριος 2010, με έτος αναφοράς το έτος 2008) για τον Κίνδυνο Φτώχειας το κατώφλι κινδύνου φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 6.897 ευρώ ετησίως ανά άτομο και 14.484 ευρώ ετησίως για ζευγάρι με δύο ανήλικα παιδιά (με βάση μέσο ετήσιο ατομικό ισοδύναμο εισόδημα το ποσό των 13.504,88 ευρώ και μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών το ποσό των 23.394,73 ευρώ)».
Παράλληλα, η έκθεση επισημαίνει ότι «ενόψει των ανωτέρω, δημιουργείται προβληματισμός για το κατά πόσο η θέσπιση αφορολόγητου ποσού εισοδήματος το οποίο ενδεχομένως είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης του φορολογουμένου (εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι το ελάχιστο όριο διαβίωσης ταυτίζεται με τα ανωτέρω στατιστικά στοιχεία ως προς το κατώφλι κινδύνου φτώχειας) είναι συμβατή με την αρχή της φορολόγησης με βάση τη φοροδοτική ικανότητα, τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας».
Η έκθεση αναφέρει ότι «ως προς το ζήτημα της επιβολής πρόσθετου φόρου με συντελεστή 10% επί του ποσού, που οι προσκομιζόμενες αποδείξεις δαπανών του φορολογουμένου υπολείπονται σε αξία του ενός τετάρτου (ποσοστό 25%) του ατομικού εισοδήματός του (και μέχρι του ποσού των 15.000 ευρώ), παρατηρείται ότι, σύμφωνα προς το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, αντικείμενο του φόρου μπορεί να είναι το εισόδημα, η περιουσία ή οι δαπάνες και οι συναλλαγές του φορολογουμένου. Εν προκειμένω, ο επιβαλλόμενος φόρος ενδεχομένως δεν βρίσκεται σε αρμονία με την ανωτέρω διάταξη, δεδομένου ότι δεν φαίνεται να επιβάλλεται επί του εισοδήματος, της δαπάνης ή της περιουσίας, αλλά επί της μη διενέργειας δαπάνης, η οποία δεν μπορεί, κατά τα ανωτέρω, να αποτελεί αντικείμενο φόρου».
Για το αφορολόγητο όριο και το όριο κινδύνου φτώχειας, η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής επισημαίνει τα εξής: «Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (Δεκέμβριος 2010, με έτος αναφοράς το έτος 2008) για τον Κίνδυνο Φτώχειας το κατώφλι κινδύνου φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 6.897 ευρώ ετησίως ανά άτομο και 14.484 ευρώ ετησίως για ζευγάρι με δύο ανήλικα παιδιά (με βάση μέσο ετήσιο ατομικό ισοδύναμο εισόδημα το ποσό των 13.504,88 ευρώ και μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών το ποσό των 23.394,73 ευρώ)».
Παράλληλα, η έκθεση επισημαίνει ότι «ενόψει των ανωτέρω, δημιουργείται προβληματισμός για το κατά πόσο η θέσπιση αφορολόγητου ποσού εισοδήματος το οποίο ενδεχομένως είναι χαμηλότερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης του φορολογουμένου (εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι το ελάχιστο όριο διαβίωσης ταυτίζεται με τα ανωτέρω στατιστικά στοιχεία ως προς το κατώφλι κινδύνου φτώχειας) είναι συμβατή με την αρχή της φορολόγησης με βάση τη φοροδοτική ικανότητα, τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και της παιδικής ηλικίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου